- εὔχρουν
- εὔχρουςwell-colouredmasc/fem acc sgεὔχρουςwell-colouredneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CROCUM seu CROCUS — CROCUM, seu CROCUS inter praecipua horrorum pratorumque decora, παρὰ τὸ εν κρύει θάλλειν, quod in frigores floreat, nomen nonnullis invenit. Floret enim sub Pleiade et paucos dies, Theophrast. de Plantis, l. 6. c. 6. Virgilio vero flos vernus est … Hofmann J. Lexicon universale
NITOR — in vultu et corpore, τὸ ἔυχρουν: in palaestra, bonus color. Cicero, Sine nitore et palaestra, quod inde ad orationem translatum. Graecis ἐυπίνεια, ab eadem palaestrae metaphora. Ptronius nitorem absolute de minio dixit, quia inter colores… … Hofmann J. Lexicon universale
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek
εύινος — εὔινος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρές ίνες («ξύλον εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ις, ινός «ίνα»] … Dictionary of Greek
εύχρους — ουν (ΑΜ εὔχρους, ουν και εὔχροος, οον) 1. αυτός που έχει καλό, ωραίο χρώμα, ο εύχρωμος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ανθηρή, ρόδινη, ζωηρή όψη, που είναι γεμάτος υγεία, ο υγιέστατος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔχρουν εὔχροια*, ωραίο, υγιές… … Dictionary of Greek
λιβανωτίζω — (Α) [λιβανωτός] 1. θυμιάζω με λιβάνι, λιβανίζω («σπένδοντες ἐν αὐτῷ καθ ἡμέραν καὶ λιβανωτίζοντες», Στράβ.) 2. μοιάζω με λιβάνι («ἐγκριτέον δὲ αὐτοῡ τὸ εὔχρουν, λιβανωτίζον τοῑς χόνδροις», Διοσκ.) … Dictionary of Greek